- ὑψαυχενίᾳ
- ὑψαυχενίαι , ὑψαυχενίαfem nom/voc plὑψαυχενίᾱͅ , ὑψαυχενίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψαυχενία — ἡ, Α [ὑψαύχην, ενος] έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
ὑψαυχενίας — ὑψαυχενίᾱς , ὑψαυχενία fem acc pl ὑψαυχενίᾱς , ὑψαυχενία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψαυχενίαν — ὑψαυχενίᾱν , ὑψαυχενία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)